Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετασκευή η [metaskeví] Ο29 : μετατροπή ενός πράγματος, έτσι ώστε αυτό να είναι κατάλληλο για άλλη χρήση: ~ πετρελαιοφόρου σε κρουαζιερόπλοιο.
[λόγ. < ελνστ. μετασκευή]