Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετασκευάζω [metaskevázo] -ομαι Ρ2.1 : μετατρέπω ένα πράγμα έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για άλλη χρήση· κάνω μετασκευή.
[λόγ. < αρχ. μετασκευάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετασκευάζω.
-
- Επισκευάζω:
- ναός … μετά ξυλίνης σκευής κυπαρισσένης, μετασκευασμένη (Προσκυν. Λαύρ. 874 10530).
[αρχ. μετασκευάζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Επισκευάζω: