Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταρρυθμιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταρρυθμιστής ο [metariθmistís] Ο7 θηλ. μεταρρυθμίστρια [metariθmí stria] Ο27 : 1. αυτός που πραγματοποιεί ή που επιδιώκει να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις: Είναι ~, όχι επαναστάτης. || (ως επίθ.): Ένας ~ βασιλιάς / πρωθυπουργός / πολιτικός / ηγέτης. 2. ο οπαδός της θρησκευτικής κίνησης της Mεταρρύθμισης.

[λόγ. μεταρρυθμισ- (μεταρρυθμίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur· λόγ. μεταρρυθμισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες