Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταπράτης ο [metaprátis] Ο10 : ο έμπορος, ο μεσάζοντας κτλ. ως μη λειτουργικό στοιχείο της οικονομικής διαδικασίας: Tο βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής αστικής τάξης είναι η άρνησή της να γίνει ~ του διεθνούς καπιταλισμού.
[λόγ. < ελνστ. μεταπράτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταπράτης ο.
-
- α) Μεταπωλητής, λιανοπωλητής:
- (Ασσίζ. 2938)·
- μεταπράτην ρούχων (Ασσίζ. 16023)·
- β) (υβριστ.):
- τους ιερέας του Θεού τούς κάμνουν μεταπράτες (Ιστ. Βλαχ. 1790).
[<μτγν. μεταπιπράσκω. Η λ. σε Σχολ., στη Σούδα και σήμ.]
- α) Μεταπωλητής, λιανοπωλητής: