Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταποιώ [metapió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω μεταποίηση: Tο παλτό που βλέπεις δεν είναι καινούριο αλλά βαμμένο και μεταποιημένο. Mεταποιημένα προϊόντα, που προέρχονται από το δευτερογενή τομέα της παραγωγής.
[λόγ. < αρχ. μεταποιῶ `αλλάζω τη φύση σε κτ., τροποποιώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταποιώ.
-
- Μετατρέπω, αλλάζω την μορφή ενός πράγματος:
- δέομαι τον Κύριον να τον μεταποιήσει … να εγίνουντον βουτσίν αντί ηλίου (Κρασοπ. AO 20).
[αρχ. μεταποιέω. Η λ. και σήμ.]
- Μετατρέπω, αλλάζω την μορφή ενός πράγματος: