Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταποιητικός -ή -ό [metapiitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταποίη ση2.
[λόγ. μεταποίη(σις)2 -τικός (πρβ. ελνστ. μεταποιητικός `ικανός να μετατρέψει΄)]