Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταπλασμός ο [metaplazmós] Ο17 : (γλωσσ.) αλλαγή κλίσης ενός ονόματος ή ρήματος που στηρίζεται στην αναλογία και στοχεύει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος.
[λόγ. < ελνστ. μεταπλασμός `δημιουργία ονοματικών ή ρηματικών τύπων χωρίς ύπαρξη ονομ. ή α' εν.΄ σημδ. νλατ. metaplasmus (στη νέα σημ.) < ελνστ. μεταπλασμός]