Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταπλάθω [metapláθo] -ομαι Ρ αόρ. μετέπλασα, απαρέμφ. μεταπλάσει, παθ. αόρ. μεταπλάστηκα, απαρέμφ. μεταπλαστεί, μππ. μεταπλασμένος : φτιάχνω κτ. από την αρχή αλλάζοντάς του τη μορφή ή τη σύσταση: H πραγματική τέχνη δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά την μεταπλάθει δημιουργικά.
[λόγ. < μεταπλάσσω < μετα- πλάσσω μεταπλ. κατά το πλάσσω > πλάθω]