Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπηδώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταπηδώ [metapiδó] Ρ10.1α : απομακρύνομαι από μια παράταξη, ομάδα ή γενικά κατάσταση και εντάσσομαι αμέσως σε άλλη: Mεταπηδά συχνά από το ένα κόμμα στο άλλο. Mεταπήδησε από την πρωθυπουργία στην προεδρία της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. μεταπηδῶ `πηδώ από ένα μέρος σε άλλο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταπηδώ.
  • Ά (Αμτβ.) πηδώ από ένα μέρος σε άλλο· (εδώ προκ. για βλήμα) μεταβαίνω ορμητικά:
    • το σώμα διατρήσας εξέρχεται και εις άλλο μεταπηδά (Δούκ. 33122).
  • Β́ (Μτβ.) ξεπερνώ, υπερβαίνω:
    • παραβαίνων και μεταπηδών όρια (αυτ. 19918).

[μτγν. μεταπηδάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες