Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπείθω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταπείθω [metapíθo] -ομαι Ρ αόρ. μετέπεισα, απαρέμφ. μεταπείσει, παθ. αόρ. μεταπείστηκα, απαρέμφ. μεταπειστεί, μππ. μεταπεισμένος : κάνω κπ. να αλλάξει ορισμένη απόφαση ή γνώμη: Tου είπε πολλά για να τον μεταπείσει αλλά δεν τα κατάφερε.

[λόγ. < αρχ. μεταπείθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες