Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταξωτός, επίθ.
-
- Καμωμένος από μετάξι, μεταξένιος:
- μεταξωτόν ιμάτιν (Προδρ. I 50).
- Το ουδ. ως ουσ. (συν. στον πληθ.) = μεταξωτό ύφασμα ή ένδυμα:
- εσκεπάσεν … τον σταυρόν με το μεταξωτόν (Μαχ. 724)·
- μεταξωτά πολύτιμα (Θησ. Β́ [791]· Γεωργηλ., Θαν. 582).
[μτγν. επίθ. μεταξωτός. Η λ. και σήμ.]
- Καμωμένος από μετάξι, μεταξένιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταξωτός -ή -ό [metaksotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από μετάξι: Mεταξωτή κλωστή. Mεταξωτό ύφασμα / ρούχο / μαντίλι. Παπάδες με τα μεταξωτά τους άμφια. ΦΡ πουλάει φύκια* για μεταξωτές κορδέλες. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. || (ως ουσ.) τα μεταξωτά, τα μεταξωτά ρούχα: Tης αρέσουν τα μεταξωτά. Είναι ντυμένος στα μεταξωτά, φοράει μεταξωτά ρούχα και μεταφορικά είναι ντυμένος με πολυτέλεια.
[ελνστ. μεταξωτός]