Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετανοώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετανοώ [metanoó] Ρ10.9α μππ. μετανοημένος : 1. λυπάμαι, μετανιώνω για κάποιο κακό που έκανα, αισθάνομαι θλίψη γι΄ αυτό και επιδιώκω να το επανορθώσω· μεταμελούμαι: Ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοούν ειλικρινά. 2. μετανιώνω.

[λόγ. < αρχ. μετανοῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μετανοώ· μετανογώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) (Αμτβ.) αλλάζω γνώμη ή απόφαση:
      • (Διγ. Άνδρ. 32917), (Ασσίζ. 3823).
    • 2) (Αμτβ. και μτβ.)
      • α) μετανοιώνω:
        • (Περί γέρ. 170
        • τό έποικες … ποσώς μη το μετανοείς (Σπαν. O 49
        • (απρόσ.):
          • ύστερον τι να ποιήσετε, όταν σας μετανοήσει; (Χρον. Μορ. H 1624
      • β) (θρησκ.) μεταμελούμαι για τις αμαρτίες μου:
        • Θεῲ … τῳ προσδεχομένῳ αεί πάντας μετανοούντας (Διγ. Ζ 1140
        • αμαρτωλός ου χάνεται, εάν μετανοήσει το κρίμαν του (Ρίμ. θαν. 35
      • γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για το Θεό):
        • πολυέλεος εστί … και μετανοών επί ταις κακίαις ημών (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 81).
  • II. (Μέσ.) μεταμελούμαι:
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 118).
  • Το β́ πληθ. της προστ. ενεστ. ως παρων. του οσίου Νίκωνος (10. αι.):
    • ο Μετανοείτε (Διαθ. Νίκωνος 254).

[αρχ. μετανοέω. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετανοών -ούσα -ούν [metanoón] Ε12β : που μετανοεί, συνήθ. στην έκφραση μετανοούσα Mαγδαληνή*. || (ως ουσ.): Ο Θεός συγχωρεί τους μετανοούντες.

[λόγ. < ελνστ. μετανοῶν μεε. του αρχ. μετανοῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες