Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετανιώνω [metanóno] Ρ1α μππ. μετανιωμένος : 1. αλλάζω γνώμη για κτ. που έκανα ή που σκοπεύω να κάνω: Δε σου δίνω το βιβλίο που σου υποσχέθηκα, γιατί μετάνιωσα. 2. μετανοώ: ~ για τα λόγια που είπα και ζητάω συγγνώμη.
[μετάνοι(α) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετανιώνω· μετανώνω· μετανώννω· μτχ. μετανωμένος.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Μετανοώ, μεταμελούμαι:
- (Πανώρ. Γ́ 132)·
- εμετάνωσεν και αγρώνισεν το πταίσμαν του και ήλθεν ζητώντα συμπάθιον (Μαχ. 16622‑3)·
- (θρησκ.):
- (Θρ. Κύπρ. 90)·
- (απρόσ.):
- ύστερον τι να ποίσετε ωσάν σας μετανώσει; (Χρον. Μορ. P 1624).
- 2)
- α) Αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση:
- (Πανώρ. Έ 313)·
- η αυλή ουδέν πρέπει να τον αφήσει να στραφεί, αν μετανώσει (Ασσίζ. 9831)·
- β) αλλαξοπιστώ:
- να γνέψει προς είδωλα άλλα και να τα δουλέψουν και να μετανιώσουν (Πεντ. Δευτ. XXXI 20).
- α) Αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση:
- 1) Μετανοώ, μεταμελούμαι:
- Β́ Μτβ. (συν. με προσωπ. αντων. ουδ. γένους) μετανοώ για κ.:
- Βλέπεσαι … μηδέν το μετανιώσεις (Πανώρ. Έ 265· Ερωτόκρ. Έ 1470)·
- να μετανιώσω τα κρίματα οπὄκαμα (Αλφ. 1123).
- Φρ.
- 1) Θέλεις το μετανώσει(ν) = (ως απειλητική πρόβλεψη):
- (Αλεξ. 2514), (Μαχ. 48034).
- 2) Κι οπού το μετανιώσει = (ως αποτροπή) θα δούμε ποιος θα το μετανιώσει:
- κάμ’ εσύ ό,τι σου φανεί κι οπού το μετανιώσει (Ερωτόκρ. Γ́ 483).
[παράλλ. τ. του μεταγνώνω/‑γνώθω (βλ. ά.) <αόρ. μετέγνωσα του μεταγι(γ)νώσκω (Χατζ., Διασπ. Ά 522 και Λεξ., λ. ‑νώννω)· πβ. γνώθω (τ. γνώνω και νώθω) και νιώθω (τ. νιώνω). Κατά Φιλήντα <αόρ. του μετανοώ (Ανδρ., Δαγκ.). Κατά Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Ά 513 (και ΛΚΝ) <ουσ. μετάνοια + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. ‑νώννω και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (‑νοιω‑) και σήμ.]
- Ά Αμτβ.