Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταμόρφωση η [metamórfosi] Ο33 : 1. αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου: H ~ της κάμπιας σε πεταλούδα. 2. βαθιά, ουσιαστική αλλαγή σε κτ.: H ~ της ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο. || H γιορτή της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος. Mεταμορφώσεις, ποίημα του Οβιδίου. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. μεταμόρφω(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταμόρφωση η.
-
- Αλλαγή μορφής·
- (εδώ συνεκδ.) όψη, μορφή:
- η φορεσά τον άθρωπο στολίζει και σ’ άλλη μεταμόρφωση ζιμιό τονε γυρίζει (Φορτουν. Δ́ 484).
- (εδώ συνεκδ.) όψη, μορφή:
[μτγν. ουσ. μεταμόρφωσις. Η λ. και σήμ.]
- Αλλαγή μορφής·