Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταμφιέζω [metamfiézo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. παθ.) αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση και ιδίως το ντύσιμο κάποιου, έτσι ώστε να μην μπορούν να τον αναγνωρίσουν: Γυναίκα μεταμφιέστηκε σε άντρα και παραβίασε το άβατο του Aγίου Όρους. Οι ληστές εισέβαλαν στο κοσμηματοπωλείο μεταμφιεσμένοι. || (ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες: Aποκριάτικος χορός μεταμφιεσμένων.
[λόγ. < ελνστ. μεταμφιάζω, μεταμφιέζω]