Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταμορφώνω [metamorfóno] -ομαι Ρ1 : 1. αλλάζω την εξωτερική εμφά νιση κάποιου, του δίνω άλλη μορφή ή σχήμα: H Kίρκη μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. H κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Ο Δίας μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή εισχώρησε στη φυλακή της Δανάης. 2. προκαλώ βαθιές, ουσιαστικές αλλαγές σε κτ.: H ελληνική κοινωνία μεταμορφώθηκε πλήρως μετά τον πόλεμο. H επιτυχία του τον μεταμόρφωσε πλήρως. || (γεωλ.): Mεταμορφωμένα πετρώματα.
[λόγ. < ελνστ. μεταμορφ(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. μεταμορφώνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταμορφώνω· μετεμορφώνω.
-
- (Μέσ.)
- α) αλλάζω όψη, παίρνω άλλη μορφή:
- ο Ερμής … εμεταμορφώθηκε, σαν άνθρωπος εγένη (Αιτωλ., Μύθ. 915· Διγ. Άνδρ. 37524)·
- β) (μεταφ.) μετατρέπομαι σε …:
- επειδή θυμώνεσαι …, βλέπου μη μεταμορφωθείς σ' άγριον θηριό κανένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [231]).
- α) αλλάζω όψη, παίρνω άλλη μορφή:
[μτγν. μεταμορφόω. Η λ. στο Meursius (‑ννειν) και σήμ.]
- (Μέσ.)