Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταμελούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταμελούμαι [metamelúme] Ρ10.9β : μετανιώνω για ορισμένο κακό που έκανα, αισθάνομαι θλίψη γι΄ αυτό και επιδιώκω να το επανορθώσω· μετανοώ: Ο διαρρήκτης μεταμελήθηκε για την πράξη του και επέστρεψε τα κλοπιμαία στον ιδιοκτήτη. ~ για ό,τι είπα / έκανα.

[λόγ. < αρχ. μεταμελοῦμαι, μεταμέλομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταμελούμαι· μεταμέλομαι — μεταμελούμαι· αόρ. εμεταμελέθην· β́ εν. προστ. αορ. μεταμελήθησε.
  • Ά Αμτβ.
    • α) Αλλάζω γνώμη, μετανιώνω:
      • (Ελλην. νόμ. 5248), (Χούμνου, Κοσμογ. 2387
      • εμεταμελήθην ο Κύριος ιπί το κακό ος εσύντυχεν να κάμει του λαού του (Πεντ. Έξ. XXXII 14
    • β) αλλάζω διάθεση, διαγωγή απέναντι σε κάπ.:
      • τώρα φονεύομαι απ’ αυτήν … και ουδέν μεταμελείται (Λίβ. Sc. 909· Λόγ. παρηγ. L 690
    • γ) (προκ. για το Θεό) δείχνω έλεος, σπλαχνίζομαι:
      • να μεταμελεθεί ο Θεός εις εμάς και ου απολεστούμε (Ιων. I 6
      • ο Κύριος … ιπί τους σκλάβους του να μεταμεληθεί (Πεντ. Δευτ. XXXII 36
    • δ) νιώθω μεταμέλεια, θλίψη για τις πράξεις μου, μετανοώ:
      • Ίδε, μεταμελήθησε και τήρησε την κρίσιν (Αλφ. (Μπουμπ.) I80).
  • Β́ (Μτβ.) αλλάζω διάθεση· σπλαχνίζομαι:
    • στραφεί και μεταμελεθεί ο Θεός εμάς … και ου απολεστούμε (Ιων. III 9).

[αρχ. μεταμέλομαι - μεταμελέομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες