Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλωρύχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταλλωρύχος ο [metaloríxos] Ο18 : εργάτης μεταλλείου.

[λόγ. < ελνστ. μεταλλωρύχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες