Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλοφόρος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταλλοφόρος -α -ο [metalofóros] Ε4 : (για τμήμα του εδάφους ή του υπεδάφους) που περιέχει μετάλλευμα: Mεταλλοφόρα στρώματα. Mεταλλοφόρες περιοχές.

[λόγ. μέταλλ(ον) -ο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. métalli fère < λατ. metallifer < ελνστ. μέταλλ(ον) + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες