Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλλικός -ή -ό [metalikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μέταλλα. 1α. που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο· μετάλλινος: Mεταλλική πόρτα. Mεταλλικό εργαλείο / νόμισμα / έπιπλο. Mεταλλική δραχμή, που η αξία της καθορίζεται με βάση την αξία του χρυσού. β. που περιέχει σε διάλυση μέταλλα: Mεταλλικό νερό. Mεταλλικά άλατα. Mεταλλική πηγή, που βγάζει μεταλλικό νερό. 2α. που προέρχεται από μέταλλα: Mεταλλική λάμψη. ~ ήχος / θόρυβος. β. που έχει κάποια ιδιότητα των μετάλλων: Mεταλλική φωνή, ηχηρή και καθαρή.
[λόγ. < ελνστ. μεταλλικός, αρχ. σημ.: `που ανήκει σε μεταλλείο΄]