Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλαγή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταλλαγή η [metalají] Ο29 : 1. μεταβολή, μετατροπή ενός πράγματος σε κτ. άλλο: Οι εγχειρήσεις στον εγκέφαλο έχουν ως στόχο τη ~ της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ψυχική ~. || (ηλεκτρολ.) ~ συχνότητας. 2. μετάλλαξη.

[λόγ. < αρχ. μεταλλαγή `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. trans mutation]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταλλαγή η.
  • 1) Μεταβολή, μεταστροφή:
    • εκ το δύστυχον μεταλλαγήν ουκ έχω (Λόγ. παρηγ. L 104).
  • 2) Ανταλλαγή, εναλλαγή:
    • (Λόγ. παρηγ. O 346).

[αρχ. ουσ. μεταλλαγή. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες