Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλαμπαδεύω [metalambaδévo] -ομαι Ρ5.1 : μεταδίδω κτ. (γνώσεις, παιδεία, πολιτισμό κτλ.) σε άλλους ανθρώπους: Οι βυζαντινοί λόγιοι μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση.
[λόγ. < ελνστ. μεταλαμπαδεύω `δίνω τον πυρσό σε άλλον΄]