Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλαμβάνω [metalamváno] Ρ αόρ. μετέλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει : (λόγ.) μεταλαβαίνω, κοινωνώ: Mεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Γεώργιος.
[λόγ. < ελνστ. μεταλαμβάνω, αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταλαμβάνω· μεταλαβαίνω· μτχ. παρκ. μεταλαμβανωμένος.
-
- I. Ενεργ. (μτβ.)
- 1) Με γεν.
- α) παίρνω μέρος από κ.:
- (Ερμον. Ζ 223)·
- β) γεύομαι, απολαμβάνω:
- ύδατος μεταλαβών (Διγ. Gr. 2104· Προδρ. IV 228).
- α) παίρνω μέρος από κ.:
- 2) Φρ. μεταλαμβάνω πείραν κάπ. πράγματος = αποκτώ εμπειρία, δοκιμάζω κ.:
- (Διγ. Gr. 1593).
- 3) (Εκκλ.)
- α) (μτβ. και αμτβ.) κοινωνώ των αχράντων μυστηρίων:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34424)>
- εις την εξομολόγησην … ν’ αφήνουν όλα τα κακά και να μεταλαβαίνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41024)·
- β) δίνω σε κάπ. τη θεία μετάληψη, κοινωνώ κάπ.:
- ο Μαρτής έχει μαρτυρίαν … τον ιερέαν οπού τον εμετάλαβεν (Ασσίζ. 1303).
- α) (μτβ. και αμτβ.) κοινωνώ των αχράντων μυστηρίων:
- 1) Με γεν.
- IΙ. (Μέσ.) κοινωνώ, παίρνω τη θεία μετάληψη:
- εξομολογημένος και μεταλαμβανωμένος των αγίων μυστηρίων (Σεβήρ., Διαθ. 1895).
[αρχ. μεταλαμβάνω. Ο τ. στο Somav. (λ. ‑μπαίνω) και σήμ.]
- I. Ενεργ. (μτβ.)