Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλαβαίνω [metalavéno] Ρ αόρ. μετάλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει : ΣYN κοινωνώ. α. παίρνω τη Θεία Kοινωνία: Nηστεύει για να μεταλάβει. β. (για ιερέα) προσφέρω σε κπ. τη Θεία Kοινωνία: Πήγε ο παπάς να μεταλάβει τον ετοιμοθάνατο.
[μσν. μεταλαβαίνω < ελνστ. μεταλαμβάνω (αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄) μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταλαβαίνω,
- βλ. μεταλαμβάνω.