Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετακομίζω [metakomízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε άλλο: Nοικιάσαμε καινούριο διαμέρισμα και μετακομίζουμε σε λίγες μέρες. β. αλλάζω τόπο κατοικίας: Θα μετακομίσω από την επαρχία στην πρωτεύουσα. γ. μεταφέρω: ~ τα έπιπλά μου.
[λόγ. < αρχ. μετακομίζω `μεταφέρω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετακομίζω.
-
- Μεταφέρω·
- (εδώ) μεταδίδω, ανακοινώνω:
- πέμπει τον γραμματικόν …, … λέγοντα μετακομιστήν τον εαυτής πατέρα (Βέλθ. 1026 (χφ - έκδ. Egea μετά κομιστήν)).
- (εδώ) μεταδίδω, ανακοινώνω:
[αρχ. μετακομίζω. Η λ. και σήμ.]
- Μεταφέρω·