Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετακινώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετακινώ [metakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. αλλάζω τη θέση, βάζω κπ. ή κτ. σε άλλη θέση· μετατοπίζω: Mετακινούν συχνά τα έπιπλά τους προκαλώντας έτσι ενοχλητικούς θορύβους. Mη μετακινείτε τον ασθενή χωρίς λόγο. ΦΡ ~ κπ. από τις σκέψεις / από τις απόψεις του, τον κάνω να τις αλλάξει. β. αλλάζω θέση, μετατοπίζομαι: Λόφοι που σχηματίζονται από μετακινούμενη άμμο. Mη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. 2. (παθ., για πρόσ.) α. πηγαίνω από ένα σημείο σε άλλο: Πώς μετακινείσαι μέσα στην πόλη, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο; β. (για σύνολο προσώπων) μεταναστεύω: Πληθυσμοί που μετακινήθηκαν από τις πεδιάδες προς τις ορεινές περιοχές.

[λόγ. < αρχ. μετακινῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μετακινώ· μετακουνώ· αόρ. εμετακουνίστην.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Μετατοπίζω, μεταθέτω:
        • (Λόγ. παρηγ. L 497
        • Σαν αετός μετακουνάει τη φωλιά του (Πεντ. Δευτ. XXXII 11
        • (σε μεταφ.):
          • εκ το κακόν να σε μετακινήσει (Λόγ. παρηγ. L 489).
      • 2) Μετακινώ, περιφέρω, κάνω κάπ. να περιπλανηθεί:
        • οργίστην ο θυμός του Κύριου εις το Ισραέλ και μετακούνησέ τους εις την έρημο σαράντα χρόνια (Πεντ. Αρ. XXXII 13).
      • 3) Απωθώ, αποκρούω:
        • ημείς …, οι θαρρούντες μετακινείν ο καθείς χιλιάδας (Διγ. Gr. 2542).
    • Β́ Αμτβ.
      • α) Μετακινούμαι, μετατοπίζομαι:
        • (Λίβ. Sc. 436
      • β) ξεκινώ, κατευθύνομαι:
        • (Μυστ. 51
        • προς την έξοδον λοιπόν οι τρεις μετακινούσιν (Καλλίμ. 75).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1)
      • α) Μετακινούμαι, μετατοπίζομαι· περπατώ:
        • (Καλλίμ. 413), (Διγ. Z 126
      • β) απομακρύνομαι:
        • το όρος καπνίζει και είδεν ο λαός και εμετακουνίστηκαν και εστάθηκαν απομακριά (Πεντ. Έξ. ΧΧ 18
        • (μεταφ.):
          • εμετακουνίστην ο ύπνος μου από τα μάτια μου (Πεντ. Γέν. ΧΧΧΙ 40).
    • 2) Ξεκινώ ορμητικά, ορμώ, επιτίθεμαι:
      • ο είς μετακινήσεται και διώξει χιλιάδας (Παρασπ., Βάρν. C 253).
    • 3) (Μεταφ.) ταράζομαι, αναστατώνομαι, τρομάζω:
      • εμετακουνίστην η πνοή του (Πεντ. Γέν. XLI 8).

[αρχ. μετακινέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες