Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετακίνηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετακίνηση η [metakínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακινώ. 1. αλλαγή θέσης, μετατόπιση: ~ των επίπλων / του αρρώστου. 2α. μετάβαση από ένα μέρος σε ένα άλλο: Xρησιμοποιεί το αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις που απαιτεί η εργασία του. β. (για σύνολο προσώπων) μετανάστευση: Mαζικές / ομαδικές μετακινήσεις πληθυσμών.

[λόγ. < ελνστ. μετακίνη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `αλλαγή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες