Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταδίδω [metaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. μετέδωσα, απαρέμφ. μεταδώσει, παθ. αόρ. μεταδόθηκα, απαρέμφ. μεταδοθεί : α. επενεργώ σε κτ. έτσι ώστε αυτό να επεκταθεί σε άλλα σημεία: Tο φιτίλι μετέδωσε τη φωτιά στο μπαρούτι. β. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων, διαδίδω: Aπό την Πελοπόννησο η επανάσταση μεταδόθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά. Ο δάσκαλος μεταδίδει στους μαθητές του την αγάπη για τη γνώση. || (για αρρώστια): Aρρώστιες που μεταδίδονται με τα μικρόβια. H επιδημία μεταδόθηκε ταχύτατα. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. σε κπ. άλλο: ~ μια πληροφορία / ένα μήνυμα. Σου μετέδωσα ό,τι ακριβώς μου είπαν. H είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. δ. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) εκπέμπω: Ο σταθμός μεταδίδει στα FM.
[λόγ. < μσν. μεταδίδω < αρχ. μεταδίδωμι `δίνω μερίδιο, μεταδίδω νόσο΄ (ελνστ. σημ.: `επικοινωνώ΄) μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταδίδω.
-
- I. Ενεργ. μτβ.
- 1)
- α) Δίνω σε κάπ. κ. που έχω, παρέχω:
- Ενός επαίρνει η πολιτική και άλλου μεταδίδει (Σαχλ. N 398)·
- β) μεταβιβάζω, παραχωρώ:
- οι γονείς δύνανται πωλείν, μεταδίδειν … τα πράγματα τά κάμνουν (Ελλην. νόμ. 5789).
- α) Δίνω σε κάπ. κ. που έχω, παρέχω:
- 2) (Προκ. για τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάπ.:
- Περί νεκρού σώματος, ότι δεν το μεταδίδουν (Βακτ. αρχιερ. 171)·
- φρ. μεταδίδω την αγία κοινωνία σε κάπ. = κοινωνώ κάπ.:
- (Βακτ. αρχιερ. 149).
- 1)
- II. (Μέσ. αμτβ.) (προκ. για υγρά) αναμιγνύομαι:
- (Μάρκ., Βουλκ. 35213).
[αρχ. μεταδίδωμι. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. μτβ.