Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγράφω [metaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. μετέγραψα, απαρέμφ. μεταγράψει, παθ. αόρ. μεταγράφηκα και μεταγράφτηκα, απαρέμφ. μεταγραφεί και μεταγραφτεί, μππ. μεταγραμμένος : κάνω μεταγραφή: Ελληνικό κείμενο μεταγραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Είναι φοιτητής στο εξωτερικό και θέλει να μεταγραφεί σε ελληνικό πανεπιστήμιο.
[λόγ. < αρχ. μεταγράφω `αντιγράφω, ξαναγράφω΄ σημδ. γαλλ. transcrire (στη νέα σημ.) < λατ. transcribo `αντιγράφω΄ μτφρδ. αρχ. μεταγράφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταγράφω.
-
- 1) Μεταφράζω, ερμηνεύω:
- εμεταγράψαν φράγκικα απεζά τα στοιχήματα (Μαχ. 13833‑4).
- 2) Αντιγράφω:
- Το ποίημα οπού 'γραψα … όσοι μεταγράφετε να γράφετε ως ένι (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 838).
[αρχ. μεταγράφω. Τ. μα‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μεταφράζω, ερμηνεύω: