Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταγενέστερος, επίθ.
-
- Ο κατοπινός, αυτός που γεννήθηκε αργότερα·
- (εδώ στον πληθ. ως ουσ.) οι μελλοντικές γενιές:
- να κάμω έργα θαυμαστά … κι εις τους μεταγενέστερους να ευρεθούν γραμμένα (Κορων., Μπούας 40).
- (εδώ στον πληθ. ως ουσ.) οι μελλοντικές γενιές:
[συγκρ. βαθμός του μτγν. επιθ. μεταγενής. Η λ. και σήμ.]
- Ο κατοπινός, αυτός που γεννήθηκε αργότερα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγενέστερος -η -ο [metajenésteros] Ε5 : 1. που συνέβη ή που υπήρξε ύστερα από κπ. ή κτ. άλλο. ANT προγενέστερος: Mεταγενέστερο γεγονός. Οι μεταγενέστερες σκέψεις / έρευνες / γενεές. H διάταξη αυτή καταργήθηκε από άλλη μεταγενέστερη. || (ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι, άνθρωποι που έζησαν ή θα ζήσουν αργότερα: Για χάρη των μεταγενεστέρων. 2. (φιλολ., γλωσσ.) που ανήκει στην περίοδο από τον 3ο π.X. ως τον 4ο-5ο μ.X. αι. περίπου: ~ συγγραφέας / γραμματικός τύπος.
μεταγενέστερα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. μεταγενέστερος συγκρ. του επιθ. μεταγενής `γεννημένος μετά΄]