Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβολή η [metavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβάλλω· αλλαγή: Επιφέρω μεταβολές σε ένα πρόγραμμα. ~ προς το καλύτερο / το χειρότερο. ~ του καιρού / της θερμοκρασίας. H πολιτική ~ που άρχισε μετά τις εκλογές. || (αστρον.): ~ ενός αστέρα, αυξομείωση της λάμψης και κατά συνέπεια του μεγέθους του. 2. (γυμν.) αλλαγή μετώπου προς την αντίθετη κατεύθυνση: Παράγγελμα για ~. Έκανε ~ κι έφυγε βιαστικά.
[λόγ. < αρχ. μεταβολή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταβολή η.
-
- 1)
- α) Αλλαγή, μετατροπή καταστάσεων:
- (Ωροσκ. 4116), (Γλυκά, Στ. 309)·
- β) (προκ. για την έκβαση πολέμου):
- αθρόαν μεταβολήν την από νίκης εις ήτταν (Ιστ. πολιτ. 4614).
- α) Αλλαγή, μετατροπή καταστάσεων:
- 2) Μεταμφίεση, ηθοποιία:
- των μίμων τας μεταβολάς (Διγ. Gr. 1840).
- 3) Μετάνοια:
- εθαύμασεν … μεταβολήν τοσαύτην … και εσυγχώρησέν την (Συναξ. γαδ. 212).
- 4) Απόλαυση, ηδονή, διασκέδαση:
- ερωτικάς μεταβολάς τελούντες ακορέστως (Διγ. Z 2562)·
- μεταβολάς ερωτικοενηδόνους … εχαιρόμεθα (Λίβ. Sc. 3156).
[αρχ. ουσ. μεταβολή. Η λ. και σήμ.]
- 1)