Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβλητός -ή -ό [metavlitós] Ε1 : που μπορεί να μεταβληθεί, να αλλάξει: Mεταβλητές δαπάνες. H ύπαρξη μεταβλητών παραγόντων κάνει αδύνατη κάθε πρόβλεψη. Mεταβλητοί άνεμοι. || (αστρον.): ~ αστέρας, που η λαμπρότητά του μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. || (μαθημ., ως ουσ.) η μεταβλητή, ποσότητα ή μέγεθος που υπόκειται σε μεταβολές.
[λόγ. < ελνστ. μεταβλητός]