Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβιομηχανικός -ή -ό [metaviomixanikós] Ε1 : που ακολουθεί την κυριαρχία της βιομηχανίας: ~ καπιταλισμός. Στη μεταβιομηχανική εποχή αναπτύσσονται οι υπηρεσίες και η τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[λόγ. μετα- βιομηχανικός μτφρδ. γαλλ. postindustriel ή αγγλ. postindustrial]