Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβιβάζω [metavivázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. μετακινώ ή μεταφέρω κτ., έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο και ιδίως σε άλλο πρόσωπο: Kερδίζει την μπάλα και τη μεταβιβάζει αμέσως στο συμπαίκτη του. ~ μια είδηση / μια πληροφορία. H κίνηση μεταβιβάζεται από έναν τροχό σε άλλο με λουρί. β. μεταφέρω κτ. και το δίνω σε κπ.: ~ ένα μήνυμα. 2. (νομ.) παραχωρώ σε άλλον δικαίωμά μου, απαίτησή μου κτλ. ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία: Σκέφτηκε να μεταβιβάσει την άδεια του μαγαζιού στη γυναίκα του κι ο ίδιος να βγει στη σύνταξη.
[λόγ.: 1: αρχ. μεταβιβάζω· 2: σημδ. γαλλ. transférer]