Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβίβαση η [metavívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβιβάζω: H ~ της σκέψης είναι από τα πιο γνωστά τηλεπαθητικά φαινόμε να. ~ δικαιωμάτων / αρμοδιοτήτων / της κυριότητας ενός αγαθού. Έγινε ομαλά η ~ της εξουσίας στη νέα κυβέρνηση.
[λόγ. μεταβιβα- (μετα βιβά ζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. transmission & αγγλ. transfer, transference]