Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. ~ γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.
[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταβάλλω· μεταβάλνω· αόρ. εμεταβάλτην· μτχ. παρκ. μεταβαλμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- εις νεανίσκου την στολήν μεταβαλούσα είδος (Διγ. Gr. 2165).
- 2) Μετατρέπω:
- οι θεοί την εμετάβαλαν εις πέτραν (Ροδινός 174).
- 3)
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- την γνώμην ουν μεταβαλεί θυμόν καταπραῢνας (Βίος Αλ. 2588)·
- β) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω:
- προς αυτόν (ενν. τον Αχιλλέα) πολλά γαρ τάξας, ίνα τούτον μεταβάλουν (Ερμον. Ν 382).
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- 4) Αλλάζω την ψυχική διάθεση κάπ., ψυχαγωγώ, διασκεδάζω κάπ.:
- κιθάρας δε τῳ κρούσματι θέλων μεταβαλείν σε (Διγ. Gr. 3463).
- 5)
- α) Μεταφράζω:
- να το γράψουν (ενν. το βιβλίον) … φρανζόζικα, … το ποίον εμεταβάλτην εις ρωμαϊκά (Ασσίζ. 36)·
- β) (εδώ προκ. για απόσπ. αρχ. κειμ.) διασκευάζω και μεταγλωττίζω:
- (Αχιλλ. (Smith) N 1908).
- α) Μεταφράζω:
- 6) Αναπληρώνω:
- να μεταβάλουν (ενν. οι γυναίκες) τον καιρόν οπού 'χασι χαμένον (Θησ. (Foll.) I 139).
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- ο χρόνος … ευκόλως μεταβάλλει (Ερωτοπ. 690).
- 2) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπο:
- ηθέλησα μεταβαλείν μόνος με της καλής μου (Διγ. Gr. 2346).
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Όταν σε έλθει λυπηρόν, … να το μεταβάλλεσαι (Σπαν. (Μαυρ.) P 139).
- Β́ Αμτβ.
- 1) Αλλάζω:
- Περί επαρχίας οπού μεταβάλλεται ο θρόνος της (Βακτ. αρχιερ. 152).
- 2)
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- ο λόγος του Θεού μετεβλήθη εις την σάρκα ή την ψυχήν του Χριστού (Ιστ. πατρ. 891)·
- β) αλλάζω, αλλοιώνομαι:
- (Ιερακοσ. 46411).
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- 3) Αλλάζω διάθεση απέναντι σε κάπ.:
- δράμε στην Δυστυχίαν … και αν τύχει να μεταβληθεί, νομίζω, εις εσένα (Λόγ. παρηγ. Ο 503).
- 4) Αλλάζω γνώμη, δεν παραμένω σταθερός στις απόψεις μου:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 417).
- 5) (Προκ. για συναισθήματα) μετατρέπομαι:
- η … σκληρότης εις ευσπλαχνίαν εμετεβάλθη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [98]).
- 6) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπους:
- συ να μεταβάλλεσαι μετά της ποθητής σου (Διγ. Esc. 1296).
- 1) Αλλάζω:
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Φρ.
- 1) Μεταβάλλω κάπ. εις οργήν = οργίζομαι εναντίον κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732 κριτ. υπ).
- 2) Μεταβάλλομαι εις χαράν = χαίρομαι:
- (Διγ. Gr. 2097).
[αρχ. μεταβάλλω.Τ. ‑βάνω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.