Παράλληλη αναζήτηση
386 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέτα η.
-
- Μάζα, σωρός·
- (ναυτ.) εδαφική έξαρση (πιθ. προκ. για καμπή της πορείας καραβιού):
- η μέτα του λιμένος λιγνή (Πορτολ. Β 382)·
- εις τη μέτα του βορέως έναι μία ξέρα … και έχει απάνω της νερό πιθαμές β́ (αυτ. Β 4126).
- (ναυτ.) εδαφική έξαρση (πιθ. προκ. για καμπή της πορείας καραβιού):
[<ιταλ. meta]
- Μάζα, σωρός·
- μετά, πρόθ.· ματά· με· μεδέ· μετέ· ?μι· μιτά.
-
- Ά Πρόθ. (με γεν. ή αιτιατ. και συχνά με τις προθ. αντάμα, μαζί + αιτιατ.)
- 1)
-
- α1) Μαζί με (για δήλ. τοπ. ή χρον. συνύπαρξης, συνάφειας, κ.τ.ό.):
- (Ιερακοσ. 3844)·
- να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον (Αχιλλ. L 185)·
- ιστάθην με τας άλλας (Βέλθ. 595)·
- έν το δίκαιον μετ' εμάς (Θησ. (Foll.) I 35)·
- α2) (για δήλ. κοινής ενέργειας ή πάθους):
- (Βέλθ. 1177)·
- πορνικοί με τους γνησίους υιούς ουδέν κληρονομούσιν (Ελλην. νόμ. 54215)·
- να αποθάνεις μετ' εμάς και ημείς μαζί μετά σε (Παρασπ., Βάρν. C 304)·
- α1) Μαζί με (για δήλ. τοπ. ή χρον. συνύπαρξης, συνάφειας, κ.τ.ό.):
- β) και (για δήλ. κοινής πράξης, εμφάνισης, εκδήλωσης, κ.τ.ό., κυρίως ως σύνδεσμος δύο υποκ. ή αντικ.):
- (Προδρ. ΙV 20)·
- ενέμεινε ο μισέρ Τζεφρές μετά τον Καμπανέσην (Χρον. Μορ. P 1576)·
- με την χαράν η πρίκα μιαν ώραν εσπαρθήκασι (Ερωφ. Γ́ 1· Πανώρ. Έ 249), (Διγ. Esc. 579)·
- γ) συνοδεία (προσώπων):
- έρχετον μετά Ρωμαίους και Τούρκους (Χρον. Μορ. P 3709)·
- δ) φρ. ο λογισμός ή ο νους μου είναι μετά μένα = έχω τα λογικά μου:
- (Πανώρ. Έ 80), (Ερωφ. Έ 268).
-
- 2) Βοήθεια, συμπαράσταση, συνδρομή:
- με του Θεού έχομεν την Αμόχουστον (Μαχ. 43415)·
- ο Θεός σας οπού πηγαίνει μετ’ εσάς (Πεντ. Δευτ. ΧΧ 4).
- 3) Εξουσιασμός, υποταγή:
- (Ερωτόκρ. Ά 1202)·
- αυτός να δουλωθεί μετ' αύτον τον αυθέντη (Βυζ. Ιλιάδ. 596).
- 4) (Προκ. για ένδυμα) φορώντας:
- γυμνός με το βρακίν του (Βέλθ. 1110).
- 5)
- α) (Με τα ρ. ευρίσκομαι, είμαι) κατάσταση:
- Σα δυό λιοντάρια, όντε βρεθού με πείναν εις τα δάση (Ερωτόκρ. Β́ 1057· Βακτ. αρχιερ. 139)·
- β) (με κατηγορηματική μτχ.):
- Όταν ίδῃς τον ιέρακα μετά των πτερύγων αυτού συνεσφιγμένων καθήμενον (Ορνεοσ. αγρ. 55129 (έκδ. ‑ον)).
- α) (Με τα ρ. ευρίσκομαι, είμαι) κατάσταση:
- 6) Χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα (προσώπου ή πράγματος):
- σέβηκε μετά ξανθής του κόμης (Κορων., Μπούας 64)·
- οσπίτι μετά κεραμίδια (Ιστ. πατρ. 13713)·
- λεμονιά με τ' άνθη (Ch. pop. 815).
- 7)
- α) Συνοδεία (για δήλ. των συνθηκών ή των περιστατικών που συνοδεύουν μια ενέργεια ή μια κατάσταση):
- (Προδρ. ΙΙΙ 80)·
- έλεγεν μετά μεγάλα δάκρυα (Αχιλλ. L 1250)·
- με την ευχήν σου σήμερον άνδρα να τον επάρω (Ιμπ. 454)·
- β) (σε περίφραση αντί για επίρρ.):
- με θυμού (Πουλολ. 111)·
- στο σπίτι του πατέρα του με την χαρά γυρίζει (Διγ. Ο 1542)·
- γ) εκφρ.
- (1) μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως, βλ. ανάπαυσις ‑ση 4 έκφρ.·
- (2) μετά βίας ή βιας = δύσκολα:
- (Ορνεοσ. αγρ. 52020)·
- α) Συνοδεία (για δήλ. των συνθηκών ή των περιστατικών που συνοδεύουν μια ενέργεια ή μια κατάσταση):
- 1)
- (με άρν.):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1146), (Μπερτόλδος 46)·
- (3) μετά 'γειάς = ευχή σε κάπ. που απόχτησε καινούργιο ρούχο, «με γεια»:
- (Φορτουν. Δ́ 479)·
- (4) μετά σπουδής = γρήγορα, βιαστικά:
- (Πικατ. 15), (Καλλίμ. 1096)·
- (5) μετά χαράς = ευχαρίστως, πρόθυμα:
- (Ιστ. Βλαχ. 298), (Πανώρ. Γ́ 17)·
- δ) φρ. ας είν' με την υγειά σου = εσύ να 'σαι καλά! (δηλ. δεν εύχομαι κακό εναντίον σου):
- (Πανώρ. Γ́ 636).
- 8) Περιεχόμενο:
- χαρτί με γράμματα (Ερωτόκρ. Β́ 123· Ιστ. Βλαχ. 508).
- 9) Περίληψη, περιεκτικότητα:
- εβάσταζε σπόρον με σακκίν (Λίβ. Esc. 1087).
- 10) Ύλη:
- οσπίτιον … έξωθεν … μετά χαλκού (Διγ. Άνδρ. 39831)·
- κομπιά … με το μαργαριτάριν (Διγ. Εsc. 1465).
- 11)
- α) Όργανο ή μέσο:
- (Προδρ. IV 397)·
- σιγγίλιον βουλλωμένον μετά την σφραγίδαν (Ασσίζ. 10323)·
- με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω (Ερωτόκρ. Ά 258)·
- (σε μεταφ.):
- να σε δείρει ο Κύριος με τον πειρασμό (Πεντ. Δευτ. XXVIII 22)·
- β) (προκ. για πρόσωπο):
- μου μήνυσε με τον Αρμόδη (Ερωφ. Έ 277)·
- γ) (προκ. για αριθμητικές πράξεις):
- μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211).
- 12) Τρόπος:
- να τρως τον άρτον σου μετά τον ίδρωτά σου (Πικατ. 525)·
- με δύναμης τα άρπαζαν (ενν. τα άγια) (Χρον. Μορ. H 15· Ιμπ. 469), (Χρον. σουλτ. 6032).
- 13) Μέτρο:
- με την πήχη (Πεντ. Έξ. XXVI 8).
- 14) Όρος:
- έστερξε την αγάπη με τοιούτο, ότι να χαλάσουνε τον τοίχο του Εξαμιλίου (Χρον. σουλτ. 6114).
- 15) Συμφωνία, συμμόρφωση:
- να γυρέψει τον θάνατόν του με το κείμενον και με την ασσίζαν (Ασσίζ. 4663).
- 16) Αιτία:
- Εξύπνησεν η νένα της με τη φωνήν εκείνη (Ερωτόκρ. Δ́ 79).
- 17) Ποιητικό αίτιο:
- Οπού χύνει αίμα του άθρωπου με τον άθρωπο το αίμα του να χυθεί (Πεντ. Γέν. IX 6).
- 18) Εχθρική ενέργεια ή διάθεση:
- να μάχεσαι με τους κακούς (Πικατ. 343· Χρον. Μορ. P 1286), (Κυπρ. ερωτ. 215).
- 19)
- α) Αντίθεση, εναντίωση (με επόμ. το επίθ. όλος):
- Ενίκησά σε, Σολομών πάνσοφε, με όλην σου την δόξαν (Hagia Sophia ω 5354)·
- β) εκφρ. (με επόμ. το επίθ. όλος στον εν. και πληθ. ουδ. και τις αντων. εκείνο, που, τούτο και τους τ. τους στον εν. και πληθ.) = μολονότι, παρόλο που, αν και, ωστόσο:
- μ' όλον εκείνο (Πανώρ. Δ́ 43)·
- με όλον οπού (Πηγά, Χρυσοπ. 99 (21))·
- μ' όλο απού (Πανώρ. Β́ 289)·
- μ’ όλον οπού (Φορτουν. Αφ. 35)·
- μ' όλον που (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648])·
- μ' όλο που (Ερωτόκρ. Ά 256)·
- με όλον ετούτο (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 7)·
- με όλον τούτο (Πηγά, Χρυσοπ. 302 (10))·
- με όλον τούτον (Κυπρ. ερωτ. 15320)·
- με τούτον όλον (Ροδινός 103)·
- μ' όλο ετούτο (Πανώρ. Β́ 303)·
- μ' όλον ετούτο (Πανώρ. Β́ 363)·
- μ' όλον ετούτον (Ροδολ. Γ́ 19)·
- μ' όλον τούτο (Ερωφ. Έ 447)·
- μ' όλον τούτο οπού (Σουμμ., Ρεμπελ. 169)·
- μ' όλο τούτο (Ροδολ. Ά 9)·
- μ' όλα αυτά (Φαλιέρ., Ιστ. 428)·
- μ' όλα αυτείνα (Φαλιέρ., Ιστ. 662)·
- μ' όλα κείνα (Κατζ. Ά 361)·
- μ' όλα τούτα (Μεταξά, Επιστ. 47)·
- μ’ ούλο ετούτο (Βαρούχ. 84626).
- 20) Αναφορά:
- τέλειος θεός και άνθρωπος μετά πάντα (Συναξ. γυν. 125· Βέλθ. 191).
- 21) (Χρον.) χρονική σύμπτωση (εδώ με προηγ. την πρόθ. αντάμα):
- Αντάμα … μ' εσάς εχάσασιν το φως τους (Απόκοπ. 233).
- 22) (Χρον.) χρονική ακολουθία:
- (Ιερακοσ. 49520), (Ασσίζ. 36724)·
- (ιδιάζ. σύντ. με γεν.):
- ωνομάζετο Μουσούρ …, μετά δε του βαπτίσματος εκλήθη Ιωάννης (Διγ. Z 4169)·
- (με έναρθρ. απαρέμφ.):
- ετάχτη μετά το ορμασθήναι να δώσει του ανδρός μεγάλην προίκα (Ελλην. νόμ. 52921)·
- (με λ. που δηλώνει χρον. διάστημα):
- (Διγ. Z 2588)·
- ήλθεν με τον χρόνον και την ημέραν (Ασσίζ. 38921).
- 23) (Χρον.) βαθμιαία μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη (με το ουσ. καιρός):
- το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο (Ερωτόκρ. Ά 298· Γ́ 177).
- 24) (Χρον.) εκφρ.
- α) μετά βραχύ, μετά μικρόν, με ολίγον = ύστερα από λίγο:
- (Ιερακοσ. 46420), (Καλλίμ. 2065), (Ασσίζ. 8131)·
- β) με (την) ώρα =
- (α) σύγκαιρα, ταυτόχρονα:
- (Στάθ. Β́ 3)·
- (β) έγκαιρα:
- (Διγ. Ο 318)·
- (γ) (επιτ.) πάνω στην ώρα:
- (Φορτουν. Γ́ 136)·
- (α) σύγκαιρα, ταυτόχρονα:
- γ) με τον καιρόν, βλ. καιρός Γ́3·
- δ) με τον καιρόν ομάδι = τώρα αμέσως:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 172).
- 25) Τοπική ακολουθία, διαδοχή:
- μετά στράταν ικανήν έχει κρημνώδη τόπον (Καλλίμ. 170).
- 26) Με επόμ. τις αντίθ. σε σημασ. προθ. δίχα, δίχως, διχωστάς, χωρίς κατά συμφ. αντί των απλών δίχα, δίχως, κλπ.:
- με δίχα κάψα λάμπουν τ' άστρα (Κυπρ. ερωτ. 1059· Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 151), (Ερωφ. Έ 619).
- 27) Με ρ. που δηλώνει σχέση και επικοινωνία, φιλική ή εχθρική, για σχηματ. σε θέση αντικ. ή δοτ. προσωπ. ή μη:
- να απαντηθεί … με τον ξένον (Ιμπ. 108)·
- Η Άντρος με τα Ψαρά βλεπονται γρέγο γαρμπή, μίλια ό (Πορτολ. Α 27313)·
- έλαβεν μνήστρον μετ' αυτής (Ελλην. νόμ. 5164)·
- να παντρευτεί μ’ όποιο … θελήσει (Ερωφ. Β́ 427)·
- ο ρήγας αγγρίστην μετά του (Μαχ. 1888)·
- (με επίθ.):
- σπλαχνικός … με πάσαν ένα (Ερωτόκρ. Ά 227)·
- (με ουσ.):
- συνθήκας έποικεν μετά τους κεφαλάδες (Χρον. Μορ. P 50)·
- ειρήνην ήθελε με τον καθένα να 'χει (Ιστ. Βλαχ. 98).
- Β́ (Επίρρ.) έπειτα:
- άναψαν τα κερία … και μετά τα άναψεν και ο λαός (Προσκυν. ά 11633).
[αρχ. πρόθ. μετά. Οι τ. ματά (συν. ως ά συνθ.), μετέ, μι και μιτά και σήμ. ιδιωμ. Βλ. και μεθότι, μεθότου, μεμιά, μεταταύτα. Η λ. και ο τ. με (Du Cange) και σήμ.]
- Ά Πρόθ. (με γεν. ή αιτιατ. και συχνά με τις προθ. αντάμα, μαζί + αιτιατ.)
- μετά 1 [metá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από [a] και τρέπει το [t] σε [θ] όταν η λέξη που ακολουθεί άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν· (βλ. και μετα-) : με πολλαπλή λειτουργία. I. με αιτιατική δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις: 1. χρονική διαδοχή. α. αργότερα, ύστερα από το τέλος του χρονικού προσδιορισμού που αναφέρεται: ~ τον πόλεμο του ΄40, αφού τελείωσε ο πόλεμος. Έχει μάθημα ~ τις δέκα. Tους περιμένουμε ~ το Πάσχα / ~ πέντε μήνες. ~ τη χιονοθύελλα / την καταιγίδα. ~ τη μετα πολίτευση, ύστερα από την αλλαγή του πολιτεύματος. ~ το σινεμά / το μάθημα πήγαν βόλτα. (για κτ. που συνήθ. συμβαίνει): ~ το σινεμά / το ταξίδι πονάει το κεφάλι του. ~ τον Aριστοτέλη, ύστερα από το θάνατό του. (έκφρ.) ~ Xριστόν*. ~ μεσημβρία(ν)*. ~ θάνατον*. || διαδοχή σε ένα αξίωμα: ~ τον Iουστινιανό ανέβηκε στο θρόνο ο Iουστίνος. β. ύστερα από αυτό που πρέπει να προηγηθεί: ~ την αφαίρεση των κρατήσεων, αφού αφαιρεθούν οι κρατήσεις. ~ το πλύσιμο. Πριν και όχι ~ το φαγητό. ~ τα ορεκτικά σερβιρίστηκε το κύριο πιάτο. Οι επιτυχίες ήρθαν η μία ~ την άλλη, η μία πίσω από την άλλη, απανωτά. 2. τοπική διαδοχή: H Γλυφάδα είναι ~ το Φάληρο, πρώτα είναι η Γλυφάδα και ύστερα το Φάληρο. Tο δάσος αρχίζει ~ το σπίτι μας, ύστερα από, πέρα από. Mπήκαν στη γραμμή ο ένας ~ τον άλλο, ο ένας πίσω από τον άλλο. 3. (μτφ.) προσδιορίζει αυτό που σε μια ιεραρχία έρχεται ή είναι πρώτο: Έρχεται ~ το Γιάννη στο τρέξιμο. ~ το διάβασμα είναι το παιχνίδι. || σε προτάσεις που περιέχουν επίθετο υπερθετικού βαθμού: ~ την Kαίτη ήταν ο πιο καλός μέσα στην τάξη. Tα καπνά είναι το σπουδαιότερο προϊόν που εξάγουμε ~ τα ροδάκινα. 4. πάντα σε συνάρτηση με ό,τι έχει προηγηθεί, δηλώνει ακόμη: α. αιτία ή συνέπεια: ~ το φέρσιμό του πώς του μιλάς; ~ τη βροχή η πορεία μας έγινε δύσκολη. Άλλαξε η συμπεριφορά του ~ τις συμβουλές της. β. εναντίωση (για έμφαση προτάσσεται ο σύνδεσμος και και συχνά υπάρχει στην πρόταση το ακόμη): Kαι ~ το επεισόδιο εξακολουθείς ακόμη να τον αγαπάς;, παρά το ό,τι έχει προηγηθεί. Aκόμη και ~ τόση θεραπεία υποφέρει. II. με γενική σε στερεότυπες εκφράσεις και ΦΡ χρησιμοποιείται με τη σημασία του μαζί με, με: Δέχτηκε ~ χαράς να μας φιλοξενήσει. (Mόλις και) ~ βίας κρατιότανε να μη γελάσει, με μεγάλη δυσκολία. Πήρες άδεια μετ΄ αποδοχών ή άνευ; ~ μανίας*. Tο τερπνό(ν)* ~ του ωφελίμου. Δρόμος μετ΄ εμποδίων*. ~ φόβου* Θεού. ~ φανών* και λαμπάδων. Mεθ΄ ημών / υμών, μαζί μας / σας.
[I: αρχ. πρόθ. μετά· ΙΙ: λόγ. < αρχ. μετά]
- μετά 2 επίρρ. : έπειτα, σε αντίθεση με το πριν. I1. χρονικό: α. σε αντίθεση με ό,τι προηγείται: Πρώτα θα διαβάσεις και ~ θα δεις τηλεόραση. Φάγανε και ~ έπεσαν για ύπνο. Θα σε φωνάξω ~. ~ είναι η σειρά σου. Εσύ παίζεις ~. Πού θα πας ~; β. για το χρόνο που ακολουθεί ύστερα από το χρονικό σημείο που δηλώνει η πρόταση: Tη συνάντησα δέκα χρόνια ~. Aπό τότε που μαλώσαμε και ~ δεν την ξαναείδα. 2. τοπικό, πιο πέρα: Aυτό είναι το σχολείο και λίγα μέτρα ~ είναι το σπίτι μου. Πρώτα είναι ο φούρνος και ~ το μανάβικο. 3. προσδιορίζει αυτό που ιεραρχικά έρχεται ή είναι δεύτερο: Πρώτα η υγεία και ~ όλα τα άλλα. 4. (προφ.) δηλώνει συμπερασματικά με έμφαση ειρωνεία, αγανάκτηση, απορία κτλ. γι΄ αυτό που θα επακολουθήσει: Tι του λες ~; ~ σου λένε να ΄σαι καλός. 5. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το μετά, το διάστημα που ακολουθεί κτ. άλλο: Tο πριν και το ~. Mη νοιάζεσαι για το ~. β. (ως επίθ.) που έπεται, που ακολουθεί κάτι άλλο: Tο ~ (χρονικό) διάστημα. II. κάποτε συντάσσεται και με εμπρόθετο αποτελούμενο από την πρόθεση από και αιτιατική: ~ από το ταξίδι αρρώστησε. ~ από τη Mαρία δεν καθόταν κανείς, πίσω. Tο δάσος άρχιζε ~ από το σπίτι.
[αρχ. μετά (δες μετά 1)]
- μετά 3 σύνδ. : 1. συμπερασματικός· συνδέει παρατακτικά δύο κύριες προτάσεις με νοηματική σχέση μεταξύ τους, που χωρίζονται με τελεία ή άνω τελεία: Δε σε αδικεί ποτέ. ~, πώς να μην εκτιμάς έναν τέτοιο άνθρωπο! 2. χρονικός με τη μορφή ~ που· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν σε σχέση με την κύρια πρόταση: α. προτερόχρονη πράξη: ~ που έφυγες μου τηλεφώνησε, αφού έφυγες
Ήρθε ~ που έφυγες, αφού έφυγες. β. σύγχρονη πράξη: Έκλαιγε πριν φύγω και ~ που έφευγα, και όταν έφευγα, την ώρα που έφευγα.
[< μετά 2]
- μετα- [meta] & μετ- [met] ή μεθ- [meθ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & μετά- [metá] ή μέτ- [mét] ή μέθ- [méθ], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους· συνήθ.: I. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης του αντικειμένου: μετακινώ, μεταφέρω, μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση. 2. (συνήθ. λόγ., επιστ.) επανάληψη της πράξης που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-, ματα-): μεταπωλώ, μεταπώληση, μεταπρατικός. 3. πράξη με σκοπό την αλλαγή της κατάστασης του αντικειμένου: μεταλλάσσω, μεταγλωττίζω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταστοιχειώνω, μετασχηματίζω· μεταλλαγή, μεταγλώττιση, μετάπλαση, μεταποίηση, μεταστοιχείωση· μετασχηματισμός· μεταλλαγμένος, μεταγλωττισμένος, μεταποιημένος. 4. δήλωση συμμετοχής: μεταδίδω, μεταλαμβάνω, μετέχω· μέτοχος. II1. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα) γι΄ αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος· μεταμεσήμερο· μεταπόλεμος· μετέπειτα· συχνά ANT προ-: μεθεόρτιος, μετακατοχικός, μεταμεσημβρινός, μετασχολικός, μεταφθινοπωρινός· μεθεόρτια· μετασεισμός· (ιστ.) μεταβυζαντινός, μετακλασικός. 2. (γραμμ.) δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη παράγωγη λέξη παράγεται από το μέρος του λόγου που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταρηματικός, μετεπιθετικός. III. για την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταηθική, μεταμοντερνισμός· μεταμοντέρνος. IV. για τόπο που βρίσκεται: 1. ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μετόπισθεν. (ανατ.) μετατάρσιο. 2. στη μέση, μεταξύ: (παρα)μεθόριος. (ανατ.) μεταίχμιο, μεταθώρακας. V. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: μέθεξη.
[λόγ. < αρχ. μετ(α)- < πρόθ. μετά `ανάμεσα, μαζί, ύστερα, αλλιώς΄ ως α' συνθ.: αρχ. μετα-δόρπιος `μετά το δείπνο΄, ελνστ. μετα-κάρπιον, μετα-φράζω, μετα-μόρφωσις & διεθ. met(a)- < λατ. met(a)- < αρχ. μετ(α)-: μετά-ζωα < νλατ. metazoa, μετα-βολισμός < γαλλ. metabolisme, μετα-γλώσσα, μετα-θεωρία < αγγλ. metalanguage, metatheory (θεωρία σε ανώτερο επίπεδο, για έλεγχο των επιστημονικών θεωριών) & μτφρδ.: μετα-σχηματιστής, μετα-κλασικός < γαλλ. transformateur, postclassique· λόγ. < αρχ. μεθ- < αρχ. μετ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. μέθ-εξις]
- μεταβαίνω [metavéno] Ρ πρτ. μετέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. μετέβη, μετέβησαν, απαρέμφ. μεταβεί : (λόγ.) 1. πηγαίνω κάπου: Ο πρωθυπουργός μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να εγκαινιάσει τη διεθνή έκθεση. || (γραμμ.): Aντικείμενο είναι η λέξη στην οποία μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. 2. (σπάν.) εξελίσσομαι ή γίνομαι διαφορετικός.
[λόγ. < αρχ. μεταβαίνω `περνάω πέρα΄]
- μεταβαίνω.
-
- 1) Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο:
- (Βακτ. αρχιερ. 179)·
- (μεταφ.):
- (Ερμον. Λ μετά στ. 154).
- 2) Μεταβάλλομαι·
- φρ. μεταβαίνω εις το μέλαν, βλ. μέλας ουδ. 1 φρ.
- 3) (Μεταφ.) ξεφεύγω, παραβαίνω:
- ουδέ μετέβην ορισμού ποτέ μου ένα βήμα (Ριμ. Βελ. ρ 224).
[αρχ. μεταβαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο:
- μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. ~ γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.
[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]
- μεταβάλλω· μεταβάλνω· αόρ. εμεταβάλτην· μτχ. παρκ. μεταβαλμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- εις νεανίσκου την στολήν μεταβαλούσα είδος (Διγ. Gr. 2165).
- 2) Μετατρέπω:
- οι θεοί την εμετάβαλαν εις πέτραν (Ροδινός 174).
- 3)
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- την γνώμην ουν μεταβαλεί θυμόν καταπραῢνας (Βίος Αλ. 2588)·
- β) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω:
- προς αυτόν (ενν. τον Αχιλλέα) πολλά γαρ τάξας, ίνα τούτον μεταβάλουν (Ερμον. Ν 382).
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- 4) Αλλάζω την ψυχική διάθεση κάπ., ψυχαγωγώ, διασκεδάζω κάπ.:
- κιθάρας δε τῳ κρούσματι θέλων μεταβαλείν σε (Διγ. Gr. 3463).
- 5)
- α) Μεταφράζω:
- να το γράψουν (ενν. το βιβλίον) … φρανζόζικα, … το ποίον εμεταβάλτην εις ρωμαϊκά (Ασσίζ. 36)·
- β) (εδώ προκ. για απόσπ. αρχ. κειμ.) διασκευάζω και μεταγλωττίζω:
- (Αχιλλ. (Smith) N 1908).
- α) Μεταφράζω:
- 6) Αναπληρώνω:
- να μεταβάλουν (ενν. οι γυναίκες) τον καιρόν οπού 'χασι χαμένον (Θησ. (Foll.) I 139).
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- ο χρόνος … ευκόλως μεταβάλλει (Ερωτοπ. 690).
- 2) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπο:
- ηθέλησα μεταβαλείν μόνος με της καλής μου (Διγ. Gr. 2346).
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Όταν σε έλθει λυπηρόν, … να το μεταβάλλεσαι (Σπαν. (Μαυρ.) P 139).
- Β́ Αμτβ.
- 1) Αλλάζω:
- Περί επαρχίας οπού μεταβάλλεται ο θρόνος της (Βακτ. αρχιερ. 152).
- 2)
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- ο λόγος του Θεού μετεβλήθη εις την σάρκα ή την ψυχήν του Χριστού (Ιστ. πατρ. 891)·
- β) αλλάζω, αλλοιώνομαι:
- (Ιερακοσ. 46411).
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- 3) Αλλάζω διάθεση απέναντι σε κάπ.:
- δράμε στην Δυστυχίαν … και αν τύχει να μεταβληθεί, νομίζω, εις εσένα (Λόγ. παρηγ. Ο 503).
- 4) Αλλάζω γνώμη, δεν παραμένω σταθερός στις απόψεις μου:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 417).
- 5) (Προκ. για συναισθήματα) μετατρέπομαι:
- η … σκληρότης εις ευσπλαχνίαν εμετεβάλθη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [98]).
- 6) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπους:
- συ να μεταβάλλεσαι μετά της ποθητής σου (Διγ. Esc. 1296).
- 1) Αλλάζω:
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Φρ.
- 1) Μεταβάλλω κάπ. εις οργήν = οργίζομαι εναντίον κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732 κριτ. υπ).
- 2) Μεταβάλλομαι εις χαράν = χαίρομαι:
- (Διγ. Gr. 2097).
[αρχ. μεταβάλλω.Τ. ‑βάνω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.