Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετέωρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μετέωρος, επίθ.· μέτωρος.
  • 1) Υψηλός, που υψώνεται πολύ από το έδαφος:
    • μεγάλα δένδρα και μετέωρα (Φυσιολ. 341).
  • 2) (Ως τιμητική προσφών.) που υπερέχει από τους άλλους, ανώτερος, σπουδαίος:
    • αρχηγέ μετέωρε (Κορων., Μπούας 117).
  • 3) Επηρμένος, υπερόπτης:
    • εσύ …, ο μετέωρος, … θες ταπεινωθεί (Πηγά, Χρυσοπ. 82 (32)).
  • 4) Ασταθής:
    • μετέωρον ζωήν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8136).
  • 5) Εύθυμος, φιλοπαίγμονας, χωρατατζής:
    • ήτον … μέτωρος, … γλυκόλογος (Συναδ. φ. 22r).

[αρχ. επίθ. μετέωρος. Ο τ. στο ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετέωρος -η -ο [metéoros] Ε5 : 1. που αιωρείται. || (ως ουσ.) το μετέωρο*. 2. (μτφ., για πρόσ.) διστακτικός, αναποφάσιστος: Έμεινε ~ μην μπορώντας να πει ούτε ναι ούτε όχι.

[λόγ. < αρχ. μετέωρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεωροσκοπείο το [meteoroskopío] Ο39 : επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με μετεωρολογικές έρευνες.

[λόγ. < ελνστ. μετεωροσκόπ(ος) `που παρατηρεί τα άστρα΄ -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες