Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετέωρο το [metéoro] Ο40 : α. κάθε ορατό φυσικό σώμα ή φαινόμενο που υπάρχει ή συμβαίνει στην ατμόσφαιρα. β. μετεωρίτης. ΦΡ πέρασε / έλαμ ψε σαν φωτεινό ~, για προσωπικότητα με λαμπρή αλλά σύντομη δράση.
[λόγ. < γαλλ. météore (εν.) < μσνλατ. meteora (πληθ.) < αρχ. τά μετέωρα `αστρονομικά φαινόμενα΄ ουδ. του επιθ. μετέωρος]
- μετεωρόλιθος ο [meteoróliθos] Ο20 : αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου αστρικής προέλευσης που πέφτει από το διάστημα στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου· μετεωρίτης.
[λόγ. < γαλλ. météo ro lithe < météor(e) = μετέωρ(ον) -ο- + lithe < αρχ. λίθος]
- μετεωρολογία η [meteorolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και ιδίως πίεση, ανέμους, θερμοκρασία και υγρασία.
[λόγ. < γαλλ. météorologie < αρχ. μετεωρολογία `μελέτη των μετεώρων, των ουράνιων σωμάτων΄]
- μετεωρολογικός -ή -ό [meteorolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μετεωρολογία: ~ σταθμός / χάρτης / δορυφόρος. Mετεωρολογικές έρευνες. Εθνική Mετεωρολογική Yπηρεσία. Mετεωρολογικό δελτίο.
[λόγ. < γαλλ. météorologique < météorolog(ie) = μετεωρολογ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. μετεωρολογικός `εξασκημένος στη μετεωρολογία΄)]
- μετεωρολόγος ο [meteorolóγos] Ο18 θηλ. μετεωρολόγος [meteorolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μετεωρολογία.
[λόγ. < γαλλ. météorologue < météoro(logie) = μετεωρο(λογία) -logue = -λόγος (πρβ. ελνστ. μετεωρολόγος `αστρονόμος΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μετέωρος, επίθ.· μέτωρος.
-
- 1) Υψηλός, που υψώνεται πολύ από το έδαφος:
- μεγάλα δένδρα και μετέωρα (Φυσιολ. 341).
- 2) (Ως τιμητική προσφών.) που υπερέχει από τους άλλους, ανώτερος, σπουδαίος:
- αρχηγέ μετέωρε (Κορων., Μπούας 117).
- 3) Επηρμένος, υπερόπτης:
- εσύ …, ο μετέωρος, … θες ταπεινωθεί (Πηγά, Χρυσοπ. 82 (32)).
- 4) Ασταθής:
- μετέωρον ζωήν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8136).
- 5) Εύθυμος, φιλοπαίγμονας, χωρατατζής:
- ήτον … μέτωρος, … γλυκόλογος (Συναδ. φ. 22r).
[αρχ. επίθ. μετέωρος. Ο τ. στο ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Υψηλός, που υψώνεται πολύ από το έδαφος:
- μετέωρος -η -ο [metéoros] Ε5 : 1. που αιωρείται. || (ως ουσ.) το μετέωρο*. 2. (μτφ., για πρόσ.) διστακτικός, αναποφάσιστος: Έμεινε ~ μην μπορώντας να πει ούτε ναι ούτε όχι.
[λόγ. < αρχ. μετέωρος]
- μετεωροσκοπείο το [meteoroskopío] Ο39 : επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με μετεωρολογικές έρευνες.
[λόγ. < ελνστ. μετεωροσκόπ(ος) `που παρατηρεί τα άστρα΄ -είον]