Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει : παίρνω μέρος σε κτ· συμμετέχω: Στο συνέδριο μετέχουν επίσης και τοπικοί φορείς.
[λόγ. < αρχ. μετέχω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετέχω· εμετέχω· μέσ. αόρ. μετέχτηκα.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
- χαρές σου τάσσω να μετέχεις (Φορτουν. Δ́ 586)·
- β) έχω μέρος από κ.:
- όλοι τως ελιμάξασι, … στάριν, αλεύριν ή καρπόν ουδεποσώς μετέχουν (Χούμνου, Κοσμογ. 1786)·
- γ) δέχομαι (μέρος από) κ.:
- (Διγ. Gr. 769)·
- συμπάθιον απ’ αύτους να μετέχεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1613]).
- α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
- 2) Κατέχω:
- Είτι εκράτει πασαείς, πάλι ας το μετέχει (Αλεξ. 1425).
- 3) (Προκ. για άνοδο σε επισκοπικό θρόνο):
- (Διάτ. Κυπρ. 50730).
- 4) Έχω δικαίωμα συμμετοχής σε κ., έχω δικαιοδοσία σε κ.:
- Τον τόπον του αυθέντη μου τίποτες δεν μετέχεις (Κορων., Μπούας 54).
- 5) (Γενικ.) έχω:
- αίσθησην ανθρωπινήν δεν ήθελε μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [585]).
- 6) Ενέχω:
- Η μετοχή … μετέχει τα ιδιώματα του ονόματος και του ρήματος (Σοφιαν., Γραμμ. 76).
- 7) Έχω σχέση με κάπ.:
- ο Μυρτίνος έχει πατέρας δυο … όμοια να τους μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1237]).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Είμαι μέτοχος, παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
- τους μετέχοντας εν λόγοις (Έκθ. χρον. 610)·
- τι να κάμω τα καλά, σε τόσα να μετέχω; (Χούμνου, Κοσμογ. 925)·
- όσα προς ζωήν μετέχουν (Ερμον. Χ 147)·
- β) συμμερίζομαι:
- μέτεχε εις τά πάσχουσιν (ενν. οι φίλοι) (Κομν., Διδασκ. Δ 382).
- α) Είμαι μέτοχος, παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
- 2) Κατέχω:
- από τον τόπον π’ όρισα αυτείνος να μετέχει (Αλεξ. 2835).
- 3) Ανήκω, δίδομαι ως μερίδιο σε κάπ.:
- ω σπλάγχνος της θεότητος, οπού σ’ εμάς μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1185]).
- 4)
- α) Έχω σχέση, είμαι συνεργός:
- σ’ αυτόν που τον εγκάλεσαν τίποτες δεν μετέχει (Σταυριν. 828)·
- β) επεμβαίνω, ανακατώνομαι σε κ.:
- καμία άλλη αυλή αν ουδέν εντέχεται να μετέξει εις την υπόθεσιν του ανδρογύνου (Ασσίζ. 12724· Βέλθ. 857).
- α) Έχω σχέση, είμαι συνεργός:
- 5) Έχω συγγένεια με κάπ.:
- εμέτεχεν και ήτον ανεψίος του (Χρον. Μορ. H 3256).
- 1)
- Ά Μτβ.
- ΙI. Μέσ.
- 1) (Προκ. για άνοδο σε επισκοπικό θρόνο):
- τον … Γερμανόν βουλόμεθα εις έτερον θρόνον μεθέξασθαι (Διάτ. Κυπρ. 5113).
- 2) (Με την πρόθ. μετά και γεν. προσωπ. αντων.) ασχολούμαι με κάπ., μπλέκομαι με κάπ. (ερωτικά):
- μετέχτηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 9022).
- 1) (Προκ. για άνοδο σε επισκοπικό θρόνο):
- Φρ.
- 1) Μετέχω αναψυχήν = ανακουφίζομαι, ησυχάζω:
- (Διγ. Z 3747).
- 2) Μετέχω βρώσεως = τρώω:
- (Διγ. Z 1769).
- 3) Μετέχω συγγένειαν μετά κάπ. = είμαι συγγενής κάπ.:
- (Χρον. Μορ. P 4156).
- 4) Μετέχω το φυσικόν = έχω τις ιδιότητες που μου έδωσε η φύση, «έχω από τη φύση μου»:
- (Ιμπ. 826).
- 5) Μετέχω ύπνου = κοιμούμαι:
- (Διγ. Z 958).
[αρχ. μετέχω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.