Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετέπειτα [metépita] επίρρ. : α. (σπάν.) ύστερα. β. (ως επίθ.) κατοπινός: Οι ~ αιώνες. || (ως ουσ.) οι μετέπειτα, οι μεταγενέστεροι.
[λόγ. < αρχ. μετέπειτα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετέπειτα, επίρρ.
-
- 1)
- α) Στη συνέχεια, ακολούθως, κατόπιν:
- (Διγ. O 2071), (Κορων., Μπούας 145)·
- β) (με γεν.) μετά από:
- μετέπειτα της μάχης (Ερμον. Ρ 261).
- α) Στη συνέχεια, ακολούθως, κατόπιν:
- 2) Αργότερα:
- και τώρα και μετέπειτα …, ζωήν καλήν … να ζήσεις (Ιστ. Βλαχ. 5)·
- (με άρθρο επιθετ.):
- εις το μετέπειτα χρόνον (Σφρ., Χρον. 767).
- 3) (Προκ. να δηλωθεί η διαδοχικότητα):
- (Διγ. Z 1853).
[αρχ. επίρρ. μετέπειτα. Η λ. και σήμ.]
- 1)