Παράλληλη αναζήτηση
49 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετέ, πρόθ.,
- βλ. μετά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεγγραφή η [meteŋγrafí] Ο29 : εγγραφή προσώπου σε άλλο ίδρυμα μετά την αποχώρησή του από αυτό στο οποίο ήταν εγγεγραμμένος έως τώρα· μεταγραφή: Mετεγγραφές φοιτητών του εξωτερικού στα ελληνικά πανεπιστήμια.
[λόγ. μετ(α)- εγγραφή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετεγκεντρίζω.
-
- Μπολιάζω σ’ άλλο δένδρο·
- (εδώ σε μεταφ.):
- προς οίου δένδρου φύσιν μετεγκεντρίσας εμαυτόν … εξημερώθην (Γλυκά, Στ. Β́ 111).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<πρόθ. μετά + εγκεντρίζω. Η λ. τον 7. αι.]
- Μπολιάζω σ’ άλλο δένδρο·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεγχειρητικός -ή -ό [metenxiritikós] Ε1 : που υπάρχει ή που συμβαίνει μετά την εγχείρηση: H μετεγχειρητική κατάσταση του ασθενή. Mετεγχειρητικές επιπλοκές.
μετεγχειρητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μετ(α)- εγχειρητικός μτφρδ. αγγλ. postoperative ή γαλλ. postopératique]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετείκασμα το [metíkazma] Ο49 : (φυσ.) το οπτικό αίσθημα που εξακολουθεί να υπάρχει επί ένα δέκατο περίπου του δευτερολέπτου μετά την παύση του ερεθίσματος: Στο ~ στηρίζεται η τεχνική του κινηματογράφου.
[λόγ. μετ(α)- αρχ. εἴκασμα `ομοιότητα΄ μτφρδ. < (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεκλογικός -ή -ό [meteklojikós] Ε1 : που γίνεται μετά τις εκλογές: Tα σοσιαλιστικά κόμματα απέκλεισαν το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με τη δεξιά.
μετεκλογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μετ(α)- εκλογικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεκπαίδευση η [metekpéδefsi] Ο33 : εκπαίδευση, συνήθ. ειδική, που ακολουθεί χρονικά την κανονική και τη συμπληρώνει· (πρβ. επιμόρφω ση): Επιστράτευση εφέδρων αξιωματικών για ~ στα νέα όπλα. Ο γιατρός λείπει στο εξωτερικό για ~.
[λόγ. μετ(α)- εκπαίδευ(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεκπαιδεύω [metekpeδévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μετεκπαίδευση σε κπ.: Tεχνικός που μετεκπαιδεύεται σε νέες μεθόδους εργασίας.
[λόγ. μετ(α)- εκπαιδεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεμψυχώνομαι [metempsixónome] Ρ1β : για την αντίληψη ότι η ψυχή μετά το θάνατο του σώματος μεταβιβάζεται σε άλλο σώμα (ανθρώπου, ζώου ή φυτού).
[λόγ. < ελνστ. μετεμψυχοῦμαι (-ούμαι > -ώνομαι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεμψύχωση η [metempsíxosi] Ο33 : αντίληψη ότι η ψυχή μετά το θάνα το του σώματος μεταβιβάζεται σε άλλο σώμα (ανθρώπου, ζώου ή φυτού): Πίστη στη ~.
[λόγ. < ελνστ. μετεμψύχω(σις) -ση]