Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάπλαση η [metáplasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταπλάθω.
[λόγ. < ελνστ. μετάπλα(σις) `μεταπλασμός΄ -ση κατά τη σημ. του μεταπλάθω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. μετάπλα(σις) `μεταπλασμός΄ -ση κατά τη σημ. του μεταπλάθω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |