Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετάνοια η.
-
- 1) Μεταβολή γνώμης ή διαγωγής· μετάνιωμα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41013)·
- να μεταστραφείς και να έλθεις εις μετάνοιαν (Αναγν., Στ. πολιτ. 9).
- 2) (Θρησκ.) μεταμέλεια κάπ. για τα αμαρτήματά του:
- Ουκ ήλθεν (ενν. ο Κύριος) εις μετάνοιαν καλέσαι τους δικαίους (Γλυκά, Στ. 531)·
- φρ. θέτω μετάνοιαν = μεταμελούμαι, μετανοώ:
- (Γλυκά, Αναγ. 19).
- 3) (Συνεκδ.) το μυστήριο της θείας εξομολόγησης:
- (Βακτ. αρχιερ. 216).
- 4) Κλίση της κεφαλής με κάμψη του σώματος συν. και γονυκλισία ή προσκύνηση με το πρόσωπο ως το έδαφος σ’ ένδειξη υποταγής, σεβασμού, μεγάλης τιμής (ιδ. θρησκευτικής):
- τα γόνατά μου ησθένησαν από τας μετανοίας (Προδρ. IV 627)·
- εδαφιαίας μετάνοιας (Αξαγ., Κάρολ. Έ 557)·
- φρ. βάνω, κάνω ή ποιώ μετάνοια(ν) = κάνω μετάνοια:
- (Μ. Χρονογρ. 3518), (Αποκ. Θεοτ. II 5), (Κυπρ. ερωτ. 15320), (Αναγν., Στ. πολιτ. 19), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 917).
[αρχ. ουσ. μετάνοια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μεταβολή γνώμης ή διαγωγής· μετάνιωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάνοια 1 η [metánia] Ο27 λόγ. γεν. και μετανοίας : το αποτέλεσμα του μετανοώ, μεταμέλεια κάποιου για κτ. και ιδίως για τα σφάλματά του: Στον Άδη δεν υπάρχει ~. Δάκρυα / δήλωση μετανοίας. || (νομ.): Έμπρακτη ~. || (εκκλ.) η εξομολόγηση.
[λόγ. < αρχ. μετάνοια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάνοια 2 η [metána] Ο25α : λύγισμα του σώματος και των γονάτων ως ένδειξη θρησκευτικής ικεσίας και σεβασμού: Mαζί με τη βραδινή του προσευχή κάνει και σαράντα μετάνοιες. ΦΡ κάνω μετάνοιες σε κπ., τον ικετεύω.
[μσν. μετάνοια, ελνστ. σημ.: `πέσιμο με το πρόσωπο στο έδαφος σε ένδειξη υποταγής΄ < αρχ. μετάνοια (δες μετάνοια 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετανοιάζω.
-
- Κάνω «μετάνοιες»:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 388).
[<ουσ. μετάνοια + κατάλ. ‑άζω. Πβ. μετανίζω]
- Κάνω «μετάνοιες»: