Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάλλευμα το [metálevma] Ο49 : κάθε ορυκτό που περιέχει ένα ή περισσότερα χρήσιμα μέταλλα σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα: ~ σιδήρου / χαλκού / αργύρου
, που περιέχει κυρίως σίδηρο, χαλκό, άργυρο
Yπέδαφος πλούσιο σε μεταλλεύματα.
[λόγ. < ελνστ. ρ. μεταλλεύ(ω) `παίρνω υλικό από εκμετάλλευση ορυχείου΄ -μα]