Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάλλαξη η [metálaksi] Ο33 : 1. (βιολ.) ξαφνική αλλαγή ιδιότητας του οργανισμού η οποία κατόπιν μεταβιβάζεται κληρονομικά. 2. μεταλλαγή.
[λόγ. < αρχ. μετάλλαξις `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. transmu tation (-σις > -ση)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετάλλαξη η.
-
- Αλλαγή, μεταβολή:
- αναθυμήσου … άλλες πολλές μετάλλαξες … τές φέρνουν τα συβαινικά (Φαλιέρ., Ρίμ. 221).
[αρχ. ουσ. μετάλλαξις. Η λ. και σήμ. επιστημ.]
- Αλλαγή, μεταβολή: