Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάγω [metáγo] -ομαι Ρ πρτ. μετήγα, αόρ. μετήγαγα, απαρέμφ. μεταγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) μετήχθη, μετήχθησαν, απαρέμφ. μεταχθεί : (λόγ.) μεταφέρω κπ. από ένα μέρος σε ένα άλλο: Mετήχθη από την Aσφάλεια στις φυλακές της Kέρκυρας.
[λόγ. < ελνστ. μετάγω, αρχ. σημ.: `αλλάζω δρόμο, πορεία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετάγω.
-
- 1) Μεταβιβάζω, παραδίνω, κληροδοτώ:
- προς τον τρίτον (ενν. παίδα) την αρχήν της αυτοκρατορίας μεταγαγείν επείγετο (ενν. ο βασιλεύς) (Καλλίμ. 37).
- 2) Προσελκύω:
- τούτους … εις την αυτού δυσσέβειαν μετάγων (Δούκ. 17911).
[αρχ. μετάγω]
- 1) Μεταβιβάζω, παραδίνω, κληροδοτώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγωγή η [metaγojí] Ο29 : μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία: ~ κρατουμένων, ιδίως από μια φυλακή σε άλλη. Tο (τμήμα) μεταγωγών, αστυνομική υπηρεσία που φροντίζει για τη μεταφορά των κρατουμένων.
[λόγ. < ελνστ. μεταγωγή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγωγικός -ή -ό [metaγojikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για μεταφορές από έναν τόπο σε άλλο: Mεταγωγικό αυτοκίνητο / τρένο / αεροπλάνο / πλοίο και ως ουσ. το μεταγωγικό. || (παρωχ.): Mεταγωγικό σώμα, και προφορικά ως ουσ. τα μεταγωγικά, στρατιωτικό σώμα που ασχολούνταν με τις μεταφορές.
[λόγ. μεταγωγ(ή) -ικός]