Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσόφρυδο το [mesófriδo] Ο41 : (λογοτ.) το τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο φρύδια και πάνω από τη μύτη.
[ελνστ. μεσόφρυον κατά την εξέλιξη της λ. ὀφρῦς > φρύδι]