Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσότοιχος ο [mesótixos] Ο20 : 1. εσωτερικός τοίχος σπιτιού ή γενικά οικοδομής: Οι μεσότοιχοι είναι τόσο λεπτοί, ώστε ακούγονται οι ομιλίες από τα διπλανά δωμάτια. Γκρέμισε το μεσότοιχο κι έκανε τα δύο δωμάτια ένα. 2. (σπάν.) η μεσοτοιχία.
[λόγ. < ελνστ. μεσότοιχος]