Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσόγειος -α -ο [mesójios] Ε6 : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα· ηπειρωτικός. ANT παράλιος: Mεσόγεια πόλη / περιοχή. || (ως ουσ.) τα μεσόγεια, η ενδοχώρα.
[λόγ. < αρχ. μεσόγαιος με σφαλερή αλλ. κατά το αρχ. μεσόγεια ἡ `στεριά, ήπειρος΄]